Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται μεταξύ άλλων στην έρευνα «Μελέτη των πληθυσμών τσακαλιού (Canis aureus) σε Χαλκιδική και Πελοπόννησο» που πραγματοποιήθηκε από την περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς και την ΚΑΛΛΙΣΤΩ – περιβαλλοντική οργάνωση για την άγρια ζωή και τη φύση, το διάστημα 2008 - 2009. Οι δύο οργανώσεις κατέγραψαν τους εναπομείναντες πληθυσμούς τσακαλιών και τις απειλές που αντιμετωπίζουν σε δύο σημαντικές περιοχές εξάπλωσής τους, Χαλκιδική και Πελοπόννησο, εκτιμώντας μεταξύ άλλων και την επίδραση των καταστροφικών πυρκαγιών των ετών 2006 - 2007.
Μέχρι το 1990 το τσακάλι συγκαταλεγόταν στα «επιβλαβή είδη». Δέχτηκε ισχυρό πλήγμα από την επικήρυξη που ίσχυε την περίοδο 1974-1981, όταν περισσότερα από 7.000 ζώα θανατώθηκαν. Έκτοτε ο πληθυσμός τους δείχνει σαφείς μειωτικές τάσεις, με την εξάπλωσή του να έχει περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία 30 χρόνια. Πλέον απαντάται μόνο στην Πελοπόννησο, τη Σάμο, τη Χαλκιδική, την περιοχή Βιστωνίδας/Νέστου και την παραλιακή Φωκίδα. Μικρές και απομονωμένες ομάδες έχουν εντοπιστεί στον Έβρο και στην Κεντρική Μακεδονία (Κερκίνη, παραποτάμιο δάσος Αξιού).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας και σε σύγκριση με την παλαιότερη απογραφή του 2000-01, ο πληθυσμός των τσακαλιών στην Χαλκιδική έχει μειωθεί κατά 50% και πλέον έχει διασκορπιστεί σε 11 μικρές (1-2 άτομα) και 3 μεγάλες ομάδες (χωρίς να υπολογίζεται ο μη καταμετρημένος πληθυσμός του Αγίου Όρους). Στην Πελοπόννησο, ο συνολικός ελάχιστος πληθυσμός δεν ξεπερνά τα 229 άτομα, κατανεμημένα σε 77 ομάδες. Το 85% του πληθυσμού εντοπίζεται στη νότια Πελοπόννησο, με επίκεντρο το νομό Λακωνίας. Ο νομός Μεσσηνίας παρουσιάζει την πιο ομοιόμορφη και συνεκτική κατανομή πληθυσμών, σε αντίθεση με την Αχαΐα όπου μικρές, απομονωμένες ομάδες ζώων διασπείρονται σχεδόν σε όλο το νομό. Στην Ηλεία και την Αργολίδα οι πληθυσμοί των τσακαλιών έχουν σχεδόν εκλείψει. Οι βιότοποι του ζώου που δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από τις πυρκαγιές εντοπίζονται στους Νομούς Αρκαδίας και Κορινθίας.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι πυρκαγιές δεν είχαν καταλυτική επίδραση στους πληθυσμούς του, τόσο σε Πελοπόννησο όσο και Χαλκιδική. Οι απειλές που είχαν εντοπιστεί ήδη από το 2001 συνεχίζουν αμείωτες: κατακερματισμός και αλλοίωση βιοτόπων εξαιτίας της εντατικοποίησης της γεωργίας και της επέκτασης των οικιστικών εκτάσεων, εγκατάλειψη των παραδοσιακών γεωργό-κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να το στηρίξουν διατροφικά, χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων - που έχει πλέον πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις - και συγκρούσεις με τροχοφόρα οχήματα. Καθώς μικρές ομάδες ή οικογένειες τσακαλιών απομονώνονται, οι πληθυσμοί του ζώου γίνονται όλο και πιο τρωτοί στις ανθρώπινες και φυσικές πιέσεις.
Παρά την τεκμηριωμένη μεγάλη μείωση των πληθυσμών του και των απειλών που αντιμετωπίζει, δεν θεωρείται προστατευόμενο είδος αλλά ούτε και θηρεύσιμο από την ελληνική νομοθεσία, ενώ δεν εξασφαλίζεται κάποιο καθεστώς προστασίας του από την ΕΕ. «Το τσακάλι αποτελεί σημαντικό στοιχείο της βιοποικιλότητας στα μεσογειακά οικοσυστήματα τα οποία παραμένουν πολύ ευάλωτα σε ανθρωπογενείς παράγοντες/επιδράσεις. Λόγω της περιορισμένης κατανομής του στην Ευρώπη δεν του έχει αποδοθεί η δέουσα σημασία τόσο ως χαρακτηριστικό είδος της πανίδας των σαρκοφάγων της γηραιάς ηπείρου όσο και ως προς το ρόλο του στο οικοσύστημα», υπογραμμίζει ο Γιώργος Μερτζάνης, Επιστημονικός Υπεύθυνος ΚΑΛΛΙΣΤΩ.
Οι δύο περιβαλλοντικές οργανώσεις τονίζουν ότι, αν δε ληφθούν επαρκή μέτρα προστασίας, το τσακάλι θα αντιμετωπίσει άμεσα κίνδυνο εξαφάνισης στην Ελλάδα. Πέρα από την ανάγκη θεσμικής προστασίας, για τη διαφύλαξη των πληθυσμών του τσακαλιού και την ανάκαμψη του είδους είναι απαραίτητο να προωθηθούν άμεσα δράσεις διατήρησης και αποκατάστασης του ενδιαιτήματός του, περιορισμού των τροχαίων ατυχημάτων, αλλά και ενισχύσεις των αγροτών μέσω γεωργο-περιβαλλοντικών μέτρων για τη διαφύλαξη της άγριας πανίδας.
«Μπορεί να μην είναι ένα εντυπωσιακό ζώο, αλλά η χρησιμότητά του στο οικοσύστημα είναι εξαιρετικά σημαντική» σημειώνει η Παναγιώτα Μαραγκού, Συντονίστρια Δράσεων Επιστημονικής Τεκμηρίωσης WWF Ελλάς. «Το τσακάλι έχει χαρακτηριστεί ως "καθαριστής" της φύσης, επειδή λειτουργεί ως θηρευτής των τρωκτικών, περιορίζει τα οργανικά υπολείμματα και σκουπίδια, ενώ μπορεί σε μεγάλες πυκνότητες να δράσει περιοριστικά ως προς τις αλεπούδες. Η προστασία των πληθυσμών του, ως αναπόσπαστο στοιχείο του οικοσυστήματος, διασφαλίζει τη λειτουργικότητά του, γι’ αυτό και η λήψη μέτρων είναι πλέον μια επιτακτική ανάγκη» καταλήγει η κ. Μαραγκού.
πηγή: WWF
0 ΠΑΤΟΥΣΕΣ:
Δημοσίευση σχολίου