«Ἄχ, γιατί νὰ μὴ μοιάζεις κι ἐσὺ παιδάκι μου μὲ τὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα», ρώτησε μιὰ εὐαίσθητη μητέρα τὸ μικρό της τὸ παιδί, ποὺ ἔκλαιγε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τῆς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι. «Ὁ εὐτυχισμένος πρίγκιπας δὲν κάνει ποτὲ τέτοια τρελλὰ ὄνειρα σὰν τὰ δικά σου· κι οὔτε κλαίει ποτὲ γιὰ τὸ τίποτα».
«Χαίρομαι πολὺ ποὺ βλέπω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀπόλυτα εὐτυχισμένος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», μουρμούριζε ἕνας ἀπογοητευμένος πολίτης, θαυμάζοντας τὸ ὑπέροχο ἄγαλμα.
«Μοιάζει σὰν ἄγγελος», φώναζαν ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου τὴν ὥρα ποὺ βγαῖναν ἀπ᾿ τὴ Μητρόπολη, φορώντας τ᾿ ἄσπρα καθαρά τους ροῦχα. «Πῶς τὸ ξέρετε αὐτό;» ρώτησε τὰ παιδιὰ ὁ Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν, «ἔχετε ξαναδεῖ ἄγγελο;». «Πῶς δὲν ἔχουμε ξαναδεῖ, στὰ ὄνειρά μας!», απάντησαν τὰ παιδιά. Κι ὁ κύριος Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν σούφρωσε τὰ φρύδια του κι ἔγινε σοβαρός, γιατὶ δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὰ παιδικὰ ὄνειρα. Μιὰ νύχτα πάνω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη, ὅπου βρισκόταν τὸ ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα, πετοῦσε ἕνα Χελιδόνι. Οἱ φίλοι του εἴχανε φύγει γιὰ τὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ ἕξι βδομάδες καὶ κεῖνο εἶχε ξεμείνει, γιατὶ εἶχε ἀγαπήσει μιὰ Σουσουράδα. Τὴν εἶχε συναντήσει τὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθὼς πετοῦσε ἀπάνω στὸ ποτάμι. Τόσο τὸν γοήτευσε ἡ λεπτή της μέση, ποὺ σταμάτησε κι ἄρχισε νὰ τῆς κουβεντιάζει.
«Θές νὰ σ᾿ ἀγαπῶ;», ρώτησε τὸ Χελιδόνι, ποὺ τ᾿ ἄρεσε πάντα νὰ μιλάει στὰ ἴσια. Κι ὅταν ἡ Σουσουράδα ἀπάντησε μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόταση, τὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ πετάει χαρούμενο γύρω της, ἀγγίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ φτερά του. Κι αὐτά του τὰ αἰσθήματα κράτησαν ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι.
«Ἄ, πολύ ἀνόητη ἀφοσίωση», τιτίβιζαν τὰ ἄλλα Χελιδόνια· «ἡ νύφη εἶναι ἀπένταρη κι ἔχει καὶ μεγάλο σόι. Καὶ πραγματικά, τὸ ποτάμι ἦταν γεμᾶτο Σουσουράδες. Ὅταν ἦρθε τὸ φθινόπωρο, ὅλα τὰ Χελιδόνια πέταξαν μακριά. Κι ἔτσι τὸ Χελιδόνι ποὺ ἀγαποῦσε τὴ Σουσουράδα ἔμεινε μόνο του.
Νιώθοντας ἔρημο κι ἐγκαταλελειμένο ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἄρχισε νὰ στενοχωριέται μὲ τὴν ἀγαπημένη του καὶ στὸ τέλος τὴ βαρέθηκε. «Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς μιὰ κουβέντα μαζί της», εἶπε κάποτε τὸ Χελιδόνι· «καὶ πολύ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι φοβερὰ φιλάρεσκη, γιατὶ πάντα τὴ βλέπω νὰ χορεύει μὲ τὸν ἄνεμο». Κι ἀλήθεια, κάθε φορὰ ποὺ φυσοῦσε ὁ ἄνεμος, ἡ Σουσουράδα ἔκανε τὶς καλύτερες φιγοῦρες της. «Δὲ λέω ὄχι» συνέχισε νὰ σκέφτεται τὸ Χελιδόνι, «ἂς χορεύει, ἀλλὰ ὄχι κι ἔτσι». «Κι ἔπειτα, ἔχουμε διαφορετικὲς προτιμήσεις, αὐτὴ εἶναι ντόπιο πουλί, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι ἀποδημητικό καὶ μ᾿ ἀρέσουν τὰ ταξίδια. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀρέσουν καὶ στὴ γυναίκα μου».
Στὸ τέλος, τὸ Χελιδόνι ρώτησε τὴ σουσουράδα: «Θὲς νά ῾ρθεις μαζί μου;», ἀλλὰ ἐκείνη κούνησε τὸ κέφαλι μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι δὲν εἶχε καμίαν ὄρεξη νὰ πάει στὰ ξένα.
«Ἄ, ὥστε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ μὲ κορόιδευες», φώναξε τὸ Χελιδόνι. «Φεύγω κι ἐγὼ γιὰ τὶς πυραμίδες, γειά σου!» καὶ πέταξε μακριά.
Πετοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ἔφτασε στὴν πολιτεία. «Ποῦ νὰ πάω νὰ κουρνιάσω;» ἀναρωτήθηκε· «ἐλπίζω αὐτὴ ἡ πόλη νὰ ἔχει ἐτοιμαστεῖ νὰ μὲ δεχτεῖ».
Ὕστερα εἶδε τὸ ἄγαλμα πάνω στὴν ψηλὴ κολώνα καὶ εἶπε: «Ἄ, ἐδῶ θὰ ξεκουραστῶ, εἶναι περίφημη θέση κι ἔχει καθαρὸ ἀέρα». Ἔτσι πήγαινε καὶ κάθισε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα.
«Ἀπόψε τὸ κρεββάτι μου εἶναι χρυσό» σκέφτηκε, κοιτώντας πέρα τὸν ὁρίζοντα· κι ἐτοιμάστηκε νὰ βολευτεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἔκρυβε τὸ κεφάλι του μὲσ᾿ στὰ φτερά του, ἔσταξε ἀπάνω του μιὰ μεγάλη σταγόνα νερό. «Περίεργο πράγμα», φώναξε, «οὔτε ἕνα συννεφάκι δὲν βλέπω στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια εἶναι καθαρὰ καὶ λάμπουν, ἀλλὰ νὰ ποὺ βρέχει. Τὸ κλίμα στὰ βορινὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἶναι φοβερό. Ἄραγε τῆς σουσουράδας ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μου τῆς ἀρέσει ἡ βροχή;»
Καί, νά, ποὺ μιὰ δεύτερη σταγόνα ἔπεσε πάλι.
«Τί τό ᾿θελαν καὶ τό ᾿στησαν αὐτὸ τὸ ἄγαλμα, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ προφυλάξει ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ἕνα πουλάκι;» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «πρέπει νὰ βρῶ καμιὰ καπνοδόχο», κι ἀποφάσισε νὰ πετάξει ἀλλοῦ.
Ἀλλὰ μόλις ἐτοιμάστηκε ν᾿ ἀνοίξει τὰ φτερά του, ἔπεσε καὶ τρίτη σταγόνα. Καὶ τότε κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε -ἄ! τί εἶδε;
Τὰ μάτια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα ἤτανε γεμάτα δάκρυα, ποὺ κυλούσανε στὰ χρυσαφένια μάγουλά του. Τὸ πρόσωπό του ἦταν τόσο ὡραῖο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ τὸ μικρὸ Χελιδόνι πλημμύρισε ἀπὸ λύπη καὶ συμπόνοια.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . . .
Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο
1 ΠΑΤΟΥΣΕΣ:
Πότε η επόμενη συνέχεια; Ελπίζω να μην αργήσει…
Δημοσίευση σχολίου