«Ποιός εἶσαι;» τὸν ρώτησε.
«Εἶμαι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας» ἀπάντησε.
«Καὶ τότε γιατί κλαῖς; Μ᾿ ἔκανες μούσκεμα, τὸ ξέρεις;».
«Ὅταν ζοῦσα καὶ μέσα μου φώλιαζε ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν ἤξερα τί εἶναι τὰ δάκρυα, γιατὶ ἔμενα στὸ Παλάτι τῆς Ἀφροντισιᾶς, ὅπου δὲν εἶχε θέση καμιὰ λύπη, κι οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπουν σὲ καμιὰ λύπη νὰ μπεῖ. Τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας ἔπαιζα μὲ τοὺς φίλους μου στὸν κῆπο, καὶ τὸ βράδυ ἤμουνα ὁ πρῶτος στὸ χορό. Γύρω ἀπ᾿ ὅλο τὸν κῆπο ὑψωνόταν ἕνας μεγάλος τοῖχος καὶ ποτὲ δὲ ρώτησα νὰ μάθω τί βρισκότανε πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τοῖχο ποὺ ἦταν τόσο ψηλός· τόσο ὡραῖα ἦταν ὅλα ἐκεῖ μέσα! Οἱ αὐλικοί μου μὲ φώναζαν Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ πραγματικά, ἤμουν εὐτυχισμένος, ἂν βέβαια λογαριάζεται γιὰ εὐτυχία τὸ νὰ διασκεδάζει κανεὶς συνέχεια. Ἔτσι λοιπόν, ἔζησα, κι ἔτσι πέθανα, εὐτυχισμένος. Καὶ τώρα ποὺ δὲ ζῶ πιά, μ᾿ ἔβαλαν τόσο ψηλὰ ἐδῶ πάνω, ποὺ μπορῶ καὶ βλέπω ὅλη τὴν ἀσχήμια καὶ τὴ φτώχεια τῆς πολιτείας μου· καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά μου εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μολύβι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἄλλο, ἀπ᾿ τὸ νὰ κλαίω.»
«Μπά! Δὲν εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ χρυσό» ἀναρωτήθηκε μέσα του τὸ Χελιδόνι, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐγενικὸ πουλάκι καὶ δὲν ἤθελε νὰ κάνει στὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα μία τόσο προσωπικὴ ἐρώτηση. Τὴ θεωροῦσε ἀδιάκριτη καὶ προσβλητικὴ γιὰ τὸ χρυσαφένιο ἄγαλμα.
Κι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε μὲ τὴν μαλακὴ καὶ μελωδικὴ φωνή του: «Πέρα μακριά, σ᾿ ἕνα στενὸ δρομάκι, βρίσκεται ἕνα φτωχόσπιτο. Τὸ ἕνα του παράθυρο μένει ἀνοιχτό, κι ἔτσι ἀπὸ ἐκεῖ μπόρεσα νὰ δῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ κάθεται στὸ τραπέζι. Τὸ πρόσωπό της εἶναι στεγνὸ καὶ θλιμμένο, καὶ τὰ τυραννισμένα κόκκινα δάχτυλά της εἶναι κατατρυπημένα ἀπ᾿ τὴ βελόνα. Εἶναι ῥάπτρια ἡ καημένη καὶ δουλεύει σκληρὰ χωρὶς σταματημό. Τώρα κεντάει σ᾿ ἕνα φόρεμα ἀπὸ ἀτλάζι, πολύχρωμα μεταξωτὰ λουλούδια γιὰ τὴν πιὸ χαριτωμένη κοπέλλα τῆς ἀκολουθίας τῆς βασίλισσας. Βιάζεται νὰ τὸ τελειώσει, γιατὶ ἡ εὐγενικὴ πελάτισσά της θὰ τὸ φορέσει στὸν αὐριανὸ ἐπίσημο χορό. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι στὴν ἄκρη στὸ δωμάτιο, εἶναι ξαπλωμένο τὸ ἄρρωστο παιδί της. Ψήνεται στὸν πυρετό, κι ὅλη τὴν ὥρα ζητάει πορτοκάλια. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ἔχει νὰ τοῦ δώσει ἡ μητέρα του, εἶναι νερὸ ἀπ᾿ τὸ ποτάμι καὶ τίποτ᾿ ἄλλο. Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, θέλεις νὰ τῆς πᾶς ἐσὺ τὸ ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ μου; Ἕμένα τὰ πόδια μου εἶναι κολλημένα σ᾿ αὐτὸ τὸ βάθρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κουνηθῶ.»
«Μὲ περιμένουν οἱ φίλοι μου στὴν Αἴγυπτο», εἶπε τὸ Χελιδόνι. «Οἱ φίλοι μου πετοῦν πάνω κάτω στὸν Νεῖλο, καὶ κουβεντιάζουν μὲ τὰ μεγάλα νούφαρα. Σύντομα θὰ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν στὸν τάφο τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ. Ὁ Βασιλιᾶς εἶναι ἐκεῖ αὐτοπροσώπως μέσ᾿ στὸ ζωγραφιστό του φέρετρο. Εἶναι τυλιγμένος σὲ κίτρινο λινὸ ὕφασμα, καὶ ταριχευμένος μὲ μπαχάρια. Γύρω στὸ λαιμό του ἔχει μία ἀλυσίδα ἀπὸ χλωμὸ πράσινο νεφρίτη, καὶ τὰ χέρια του εἶναι σὰν μαραμένα φύλλα.»
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, δὲν γίνεται ν᾿ ἀναβάλεις γιἀ μιὰ μέρα τὸ ταξίδι σου, καὶ νὰ σὲ στείλω ἐκεῖ ποὺ σοῦ εἶπα; Τὸ παιδάκι εἶναι διψασμένο, κι ἡ μητέρα του θλιμμένη.»
«Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἁμαρτία μου, πριγκιπά μου, δὲν τὰ χωνεύω τὰ παιδιά» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, ποὺ ἔκανα τὶς διακοπές μου στὸ ποτάμι, δυὸ παλιόπαιδα, τῆς μυλωνοῦς τὰ παιδιά, μοῦ πετοῦσαν ὅλη τὴν ἡμέρα πέτρες. Φυσικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ χτυπήσουν, ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνεις, μ᾿ ἀνάγκασαν νὰ κυνηγάω μύγες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ.»
Ὁ Πρίγκιπας φαινόταν τόσο λυπημένος, ποὺ μετάδωσε τὴ λύπη του στὸ Χελιδόνι καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: «Κάνει πολὺ κρύο ἐδῶ πάνω, ὡστόσο θὰ μείνω μιὰ νύχτα μαζί σου καὶ θὰ γίνω ἀγγελιαφόρος σου.»
«Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ μικρό μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρἰγκιπας.
Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ἔβγαλε μὲ τὸ ῥάμφος του τὸ μεγάλο ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὸ σπαθὶ τοῦ Πρίγκιπα, καὶ πέταξε μ᾿ αὐτὸ μακριὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τῆς πολιτείας. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητρόπολης μὲ τοὺς σκαλισμένους ἀγγέλους στὸ μάρμαρο, πέρασε ἀπ᾿ τὸ παλάτι κι ἄκουσε τοὺς ἤχους τοῦ χοροῦ. Μιὰ ὡραία κοπέλλα βγῆκε στὸ μπαλκόνι μὲ τὸν ἀγαπημένο της, ποὺ τὸ Χελιδόνι τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέει: «Τί ὄμορφα ποὖναι τ᾿ ἄστρα, καὶ πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης!»
«Ἐλπίζω τὸ φόρεμά μου νὰ εἶναι ἔτοιμο γιὰ τὸν ἐπίσημο χορό» παρατήρησε ἐκείνη· «εἶπα νὰ μοῦ κεντήσουν πάνω ὄμορφα λουλούδια ἀπὸ μετάξι, μὰ ἡ μοδίστρα μου εἶναι πάρα πολὺ τεμπέλα!»
Τὸ πουλὶ πέρασε πάνω ἀπ᾿ τὸ μεγάλο ποτάμι κι εἶδε τὰ φανάρια νὰ κρέμονται στὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ Γκέττο, τὴ συνοικία τῶν Ἑβραίων, κι εἶδε τοὺς γενάτους ἐμπόρους ποὺ ζύγιζαν τὰ ἐμπορεύματά τους. Κι ἐπιτέλους, ἔφτασε στὸ φτωχόσπιτο καὶ κοίταξε μέσα. Τὸ παιδάκι στριφογύριζε στὸ κρεββάτι του ἀπὸ τὸν πυρετό, κι ἡ μητέρα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ, ἦταν πάρα πολὺ κουρασμένη. Ὅρμησε μέσα τὸ Χελιδόνι, κι ἄφησε τὸ μεγάλο ῥουμπίνι πάνω στὸ τραπέζι καὶ πλάι στὴ δαχτυλήθρα τῆς μητέρας. Ὕστερα, πέταξε μαλακὰ καὶ μὲ συμπόνοια γύρω ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι, κάνοντας ἀέρα στὸ μέτωπο τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ μὲ τὰ φτερά του. «Δροσίστηκα, θὰ μοῦ ῾πεσε ὁ πυρετός» εἶπε τὸ παιδάκι, καὶ βυθίστηκε σ᾿ ἕνα γλυκὸ ὕπνο.
Λίγο ἀργότερα τὸ Χελιδόνι πέταξε πίσω στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ τοῦ διηγήθηκε τί ἔγινε. Στὸ τέλος εἶπε: «Περίεργο, ἂν καὶ κάνει κρύο, τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι.»
«Εἶναι γιατὶ ἔκανες μία καλὴ πράξη» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Τὸ μικρὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ σκέφτεται, κι ὕστερα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔτσι γινόταν πάντοτε, οἱ σκέψεις φέρνουν ὕπνο.
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . . .
2 ΠΑΤΟΥΣΕΣ:
Μήπως θα μπορούσατε να μη μας κρατάτε σε αγωνία
Κυριακή σήμερα, ελπίζω να βάλετε την συνέχεια…
Δημοσίευση σχολίου