Ὅλη τὴν ἄλλη μέρα, τὸ Χελιδόνι καθόταν στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα, καὶ τοῦ ῾λεγε ἱστορίες γιὰ ὅ,τι εἶχαν δεῖ τὰ μάτια του στὶς παράξενες χῶρες ποὺ εἶχε πετάξει. Τοῦ μίλησε γιὰ τοὺς ἐρῳδιούς, ποὺ στέκουν σὲ μακριὲς σειρὲς στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, καὶ πιάνουν χρυσόψαρα μὲ τὰ ράμφη τους· γιὰ τὴ Σφίγγα, ποὺ εἶναι τόσο παλιὰ ὅσο καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος, καὶ ζεῖ στὴν ἔρημο, καὶ ξέρει τὰ πάντα· γιὰ τοὺς ἐμπόρους, ποὺ περπατοῦν ἀργὰ δίπλα στὶς καμῆλες τους, καὶ βαστοῦν κεχριμπαρένιες χάντρες στὰ χέρια τους· γιὰ τὸν Βασιλιὰ τῶν Βουνῶν τοῦ Φεγγαριοῦ, ποὺ εἶναι μαῦρος σὰν τὸν ἔβενο, καὶ λατρεύει ἕναν μεγάλο κρύσταλλο· γιὰ τὸ μεγάλο πράσινο φίδι ποὺ κοιμᾶται σὲ ἕνα φοινικόδεντρο, καὶ ἔχει εἴκοσι ἱερεῖς νὰ τὸ ταΐζουν μὲ μελόπιτες· καὶ γιὰ τοὺς πυγμαίους ποὺ ἀρμενίζουνε σὲ μία μεγάλη λίμνη πάνω σὲ μεγάλα ἐπίπεδα φύλλα, καὶ εἶναι πάντοτε σὲ πόλεμο μὲ τὶς πεταλοῦδες.
«Ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «μοῦ διηγήθηκες θαυμάσια κι ἐνδιαφέροντα πράγματα, ἀλλὰ τὸ πιὸ θαυμάσιο κι ἐνδιαφέρον πράγμα εἶναι ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὰ βάσανά τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ τρομερὸ πράγμα ἀπὸ τὴ φτώχεια. Πέτα, λοιπόν, πάνω ἀπ᾿ τὴν πολιτεία μου, κι ἄρχισε νὰ μοῦ πεῖς ὅ,τι βλέπεις.»
Τὸ Χελιδόνι τότε πέταξε πάνω ἀπ᾿ τὴ μεγάλη πόλη, καὶ εἶδε τοὺς πλούσιους νὰ διασκεδάζουν μέσα στὰ ὡραιότατα καὶ πολυτελῆ μέγαρά τους, ἐνῷ ἔξω ἀπ᾿ τὶς πόρτες τους κάθονταν ζητιάνοι. Πέταξε στὰ σκοτεινὰ σοκάκια κι ἀντίκρισε τὰ ἀδύναμα πρόσωπα πεινασμένων παιδιῶν νὰ κοιτοῦν ἀδιάφορα τοὺς μαύρους δρόμους. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀψίδα μιᾶς γέφυρας ἦσαν δύο παιδάκια, τὸ ἕνα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. «Θεέ μου, πῶς πεινᾶμε!» ἔλεγαν τὰ παιδιά. «Μὴν κοιμᾶστε ῾δῶ, θὰ παγώσετε» τοὺς φώναξε ὁ Φύλακας, καὶ τὰ παιδιὰ σηκώθηκαν καὶ συνέχισαν τὴν ἄσκοπη περιπλάνησή τους στὴ βροχή.
Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὸ Χελιδόνι γύρισε πίσω καὶ διηγήθηκε στὸν Πρίγκιπα ὅ,τι εἶχε δεῖ.
«Ὅλο μου τὸ σῶμα εἶναι καλυμμένο μὲ καθαρὸ χρυσάφι» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «φρόντισε νὰ τὸ βγάλεις φύλλο-φύλλο, καὶ νὰ τὸ δώσεις στοὺς φτωχούς μου (ὑπηκόους)· οἱ ζωντανοὶ πάντοτε πιστεύουν ὅτι ὁ χρυσὸς μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους.»
Καὶ τὸ Χελιδόνι τότε, ἄρχισε νὰ τραβάει ἕνα-ἕνα φύλλο τὸ χρυσάφι, ὥσπου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας ἔμεινε γυμνὸς ἀπὸ τὴ χτυπητὴ ὀμορφιά του καὶ παρουσίαζε πιὰ ἕνα ἄθλιο θέαμα. Κι ἕνα-ἕνα φύλλο χρυσάφι, τὸ Χελιδόνι τὸ πήγαινε στοὺς φτωχούς, καὶ ζωήρεψαν τὰ πρόσωπα τῶν μικρῶν παιδιῶν, καὶ πῆραν ῥοδαλὸ χρῶμα, κι ἄρχισαν νὰ γελοῦν καὶ νὰ παίζουν στοὺς δρόμους φωνάζοντας: «Τώρα ἔχουμε ψωμί!»
Ὕστερα ἦρθε τὸ χιόνι, καὶ μετὰ τὸ χιόνι ἦρθε ἡ παγωνιά. Οἱ δρόμοι ἔμοιαζαν νὰ εἶχαν γίνει ἀπὸ ἀσήμι, τόσο γυάλιζαν καὶ γλιστροῦσαν. Ἄπὸ τὶς ἄκρες τῶν σπιτιῶν κρέμονταν οἱ πάγοι σὰν μακριὰ γυάλινα σπαθιά. Ὅλοι περπατοῦσαν τυλιγμένοι σὲ γοῦνες καὶ τὰ παιδάκια μὲ τὶς ζεστὲς κουκοῦλες τους ἔτρεχαν μὲ τὰ πατίνια πάνω στὸν πάγο.
Τώρα τὸ φτωχὸ Χελιδονάκι κρύωνε ὅλο καὶ περισσότερο, ὡστόσο δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πρίγκιπα, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Τσιμποῦσε τὰ ξίχουλα τοῦ ψωμιοῦ στὶς πόρτες τῶν φούρνων, ὅταν ὁ φούρναρης κοιτοῦσε ἀλλοῦ, καὶ προσπαθοῦσε νὰ ζεσταθεῖ χτυπώντας τὰ φτερά του.
Ὅ, τι καὶ νἄκανε, ἤξερε ὅτι θὰ πέθαινε γρήγορα. Μόλις εἶχε τὴ δύναμη νὰ πετάξει ἀκόμη μιὰ φορὰ στὸν ὦμο τοῦ Πρίγκιπα. «Ἀντίο, ἀγαπημένε μου Πρίγκιπα!» τοῦ μουρμούρισε, «Θὰ μ᾿ ἀφήσεις νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χέρι;»
«Χαίρομαι πολὺ ἀγαπημένο μου Χελιδονάκι ποὺ φεύγεις γιὰ τὴν Αἴγυπτο» εἶπε ὁ Πρίγκιπας, «ἔμεινες ἀρκετὰ ἐδῶ· ὅμως πρέπει νὰ μὲ φιλήσεις στὰ χείλη γιατὶ σ᾿ ἀγαπάω.»
«Δὲν πρόκειται νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἵγυπτο καλέ μου Πρίγκιπα» εἶπε τὸ Χελιδόνι, ἀλλὰ γιὰ τὸν Οἶκο τοῦ Θανάτου. Ὁ Θάνατος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Ὕπνου, ἔτσι δὲν εἶναι;»
Καὶ τὸ Χελιδόνι φίλησε τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα στὰ χείλη, κι ἔπεσε νεκρὸ στὰ πόδια του.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνα περίεργο ῥάγισμα, ἕνα κράκ, ἀντήxησε μέσα στὸ ἄγαλμα, σὰν κάτι νἄσπασε. Ἦταν ἡ μολυβένια καρδιά του ποὖχε κοπεῖ στὰ δυό. Ὁπωσδήποτε ἦταν ἕνας τρομακτικὰ δριμὺς παγετὸς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Πρωὶ-πρωὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, περνοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὸ ἄγαλμα στὴν πλατεῖα, ὁ Δήμαρχος· ἦταν μαζὶ μ᾿ ἕνα Σύμβουλό του. Καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ τὸ βάθρο, στάθηκαν καὶ κοίταξαν ψηλὰ τὸ ἄγαλμα. Ὁ Δήμαρχος εἶπε: «Τί περίεργο! Ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας σήμερα φαίνεται ἄθλιος.»
«Πράγματι, ἔχει τὰ χάλια του» φώναξε καὶ ὁ Σύμβουλος, ποὺ πάντοτε συμφωνοῦσε μὲ τὸν Δήμαρχο. Ὕστερα ἀνέβηκαν πάνω στὸ ψηλὸ βάθρο γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν.
«Τὸ ῥουμπίνι ἔχει πέσει ἀπ᾿ τὸ σπαθί του, τὰ μάτια του χάθηκαν, κι εἶναι πιὰ ξεπουπουλιασμένος ἀπὸ χρυσάφι· τώρα φαίνεται χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» εἶπε ὁ Δήμαρχος.
«Χειρότερος κι ἀπὸ ζητιάνο» ἐπανέλαβε ὁ Σύμβουλος.
Καὶ συνέχισε: «Νὰ κι ἕνα πουλάκι, νεκρὸ στὰ πόδια του. Πρέπει νὰ βγάλουμε ἕνα διάγγελμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται στὰ πουλιὰ νὰ πεθαίνουν ἐδῶ.» Κι ὁ Κλητήρας ποὺ τοὺς συνόδευε κράτησε σημείωση γιὰ τὴν πρόταση.
Ἔτσι, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ψηλὸ βάθρο τὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα. «Μιὰ καὶ δὲν εἶναι πιὰ ὡραῖος, δὲν εἶναι οὔτε χρήσιμος» εἶπε ὁ Καθηγητὴς τῶν Καλῶν Τεχνῶν στὸ Πανεπιστήμιο.
Ὕστερα, ἔλιωσαν τὸ ἄγαλμα σὲ καμίνι, κι ὁ Δήμαρχος κάλεσε τὸ Συμβούλιο ν᾿ ἀποφασίσει τὶ θὰ ἔκαναν τὸ μέταλλο. Καὶ εἶπε: «Φυσικά, πρέπει νὰ κάνουμε ἕνα ἄλλο ἄγαλμα, κι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ δικό μου ἄγαλμα.»
«Ἄ, ἄ, ἄ, ὄχι, τὸ δικό μου», φώναζαν οἱ ἄλλοι Σύμβουλοι. Κι ἔτσι μάλωσαν, κι ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ μαλώνουν.
Ὁ ἐπιστάτης τῶν ἐργατῶν στὸ καμίνι εἶπε τὴν ὥρα ποὺ ἔλιωναν τὸ ἄγαλμα: «Τί περίεργο πράγμα, αὐτὴ ἡ σπασμένη καρδιὰ ἀπὸ μολύβι δὲν λιώνει μὲ τὴ φωτιά. Πρέπει νὰ τὴν πετάξουμε. Καὶ τὴν πέταξε μέσα στὸν τενεκὲ μὲ τὰ σκουπίδια, ἐκεῖ ὅπου κείτονταν ἐπίσης καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι.
«Φέρτε μου τὰ δυὸ πιὸ πολύτιμα πράγματα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη» εἶπε ὁ Θεὸς σὲ ἕναν ἀπ᾿ τοὺς Ἀγγέλους του· κι ὁ Ἄγγελος τοῦ ἔφερε τὴ μολυβένια καρδιὰ καὶ τὸ νεκρὸ Χελιδόνι.
«Πέτυχες ἀπόλυτα στὴν ἐπιλογή σου» εἶπε ὁ Θεός, «διότι μέσα στὸν κῆπο μου, στὸν Παράδεισο, αὐτὸ τὸ μικρὸ πουλὶ θὰ τραγουδάει αἰώνια, καὶ μέσα στὴ χρυσαφένια πολιτεία μου ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας πάντα θὰ μὲ δοξάζει.»
Τ Ε Λ Ο Σ
Τίτλος πρωτοτύπου : THE HAPPY PRINCE του OSCAR WILDE
0 ΠΑΤΟΥΣΕΣ:
Δημοσίευση σχολίου