• Ένα πειραματόζωο νεκρό κάθε 8 δευτερόλεπτα!

    Κάθε οκτώ δευτερόλεπτα, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Animal Aid, σε κάποιο εργαστήριο ένα ανυπεράσπιστο ζώο θυσιάζεται… Υπολογίζεται πως κάθε χρόνο, μόνο στις ΗΠΑ, περίπου 70 εκατομμύρια ζώα…

  • ΧΩΡΑ-ΣΤΑΘΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΕΞΩΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ…

    «Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες-κόμβους διακίνησης σπάνιων ειδών» μας λέει ο γενικός διευθυντής της οργάνωσης «Αρκτούρος», Λάζαρος Γεωργιάδης. Οι αρχές κάνουν ό,τι μπορούν για να ελέγξουν την κατάσταση…

  • Oι κόκκινες αλεπούδες «εισβάλλουν» στην Αρκτική…

    «Εκπλαγήκαμε όταν συναντήσαμε μια κόκκινη αλεπού στην περιοχή μελέτης μας, στην τούνδρα της Αρκτικής Ρωσίας, γιατί το είδος αυτό απαντάται πολύ σπάνια σε εδάφη στο Βορρά», δήλωσε στο BBC η ερευνήτρια…

  • Ανθρώπινα τέρατα στην Ρόδο...

    Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού «Κόσμος», άγνωστοι «έριξαν» άγρια σκυλιά στο καταφύγιο μικρών ζώων και εν προκειμένω γατιών, στην Καλλιθέα της Ρόδου, με αποτέλεσμα να κατασπαράξουν πολλά μικρά γατάκια…

Ο εγωϊστής Γίγαντας


Κάθε ἀπόγευμα, φεύγοντας ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, τὰ παιδιὰ τὸ ῾χαν συνήθεια νὰ παίζουν στὸν κῆπο τοῦ γίγαντα.

Ἦταν ἕνας πελώριος, μαγευτικὸς κῆπος, μ᾿ ἁπαλὴ πράσινη χλόη καὶ χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια ὅμοια μ᾿ ἀστέρια κι ἀκόμα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, δώδεκα ροδακινιὲς φορτωμένες ρόδινα κι ὁλόλευκα ντελικάτα ἀνθάκια ἀπ᾿ τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἄγγιγμα, ποὺ τὸ φθινόπωρο βάραιναν ἀπ᾿ τὰ πολύχυμα φροῦτα.

Τὰ πουλιὰ κάθονταν στὰ δέντρα καὶ κελαηδοῦσαν τόσο γλυκά, ποὺ τὰ παιδιὰ σταματοῦσαν τὸ παιχνίδι γιὰ νὰ τ᾿ ἀκούσουν. «Πόσο εὐτυχισμένα εἴμαστε ἐδῶ!» ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους.

Κάποια μέρα ὁ γίγαντας γύρισε. Ἑφτὰ ὁλόκερα χρόνια ἦταν σ᾿ ἐπίσκεψη, στὸ φίλο του τὸ δράκο τῆς Κόρνις, κι ὅταν τὰ χρόνια πέρασαν κι ἐκεῖνος εἶχε τελειώσει ὅ,τι εἶχε νὰ πεῖ -ἀφοῦ δὲν εἶχε καὶ πολλὰ νὰ συζητήσει- ἀποφάσισε τὸ γυρισμὸ στὸ κάστρο.

Τὴν ὥρα πού ῾φτασε, ἀντίκρισε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν στὸν κῆπο.

«Τί δουλειὰ ἔχετε ἐδῶ;» φώναξε μ᾿ ὀργή, καὶ τὰ παιδιὰ τό ῾βαλαν στὰ πόδια τρομαγμένα.

«Ὁ κῆπος εἶναι μοναχὰ δικός μου», εἶπε ὁ γίγαντας. «Ὅλοι μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν, καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψω σὲ κανένα νὰ παίζει ἐδῶ, ἐκτὸς ἀπὸ μένα».

Κι ἔτσι, ἔχτισε ἕναν πελώριο τοῖχο ὁλόγυρα στὸν κῆπο, κι ὕστερα, κάρφωσε μία πινακίδα πού ῾λεγε:

ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ
ΘΑ
ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ

Ἦταν, ἀλήθεια, ἕνας πολὺ σκληρόκαρδος γίγαντας.

Τὰ δύστυχα τὰ παιδιὰ τώρα δὲν εἶχαν μέρος νὰ παίξουν. Δοκίμασαν νὰ παίξουν στὸ δρόμο, ὅμως ἦταν γεμάτος σκόνη καὶ στουρναρόπετρες καὶ δὲν τοὺς ἄρεσε.

Βάλθηκαν τότε νὰ περιπλανιοῦνται γύρω ἀπ᾿ τοὺς ψηλοὺς τοίχους, ὅταν τέλειωναν τὰ μαθήματά τους, νοσταλγώντας τὸν ὄμορφο κῆπο.

«Πόσο εὐτυχισμένα ἤμασταν ἐκεῖ», ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους.

Κι ὕστερα ἦρθε ἡ ἄνοιξη. Ἡ ἐξοχὴ γιόμισε ἀπὸ μικρὰ μπουμπούκια καὶ πουλάκια. Μονάχα στὸν κῆπο τοῦ Σκληρόκαρδου Γίγαντα ἦταν ἀκόμα χειμώνας.

Τὰ πουλιὰ οὔτε ποὺ νοιάστηκαν νὰ τραγουδήσουν γιὰ ῾κεῖνον, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν παιδιὰ ἐκεῖ, καὶ τὰ δέντρα λησμόνησαν ν᾿ ἀνθίσουν.

Ἂν καμιὰ φορὰ κανένα ὄμορφο λουλουδάκι ἔβγαζε τὸ κεφαλάκι του ἀπ᾿ τὸ γρασίδι, μόλις ἀντίκριζε τὴν πινακίδα ἔνιωθε τέτοια λύπη γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ λούφαζε ξανὰ στὸ χῶμα, συνεχίζοντας τὸν ὕπνο του.

Οἱ μόνοι πού ῾ταν εὐχαριστημένοι ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἦταν τὸ χιόνι καὶ ἡ παγωνιά.

«Ἡ ἄνοιξη λησμόνησε αὐτὸ τὸν κῆπο», ἔλεγαν, «κι ἔτσι ἐμεῖς θὰ μείνουμε ἐδῶ ὅλο τὸ χρόνο».

Τὸ χιόνι τύλιξε τὸ γρασίδι μὲ τὸν ὁλόλευκο μανδύα του κι ἡ παγωνιὰ μπογιάτισε ὅλα τὰ δέντρα ἀσημένια.

Ὕστερα προσκάλεσαν καὶ τὸ Βόρειο Ἄνεμο νά ῾ρθει νὰ μείνει μαζί τους κι ἐκεῖνος ἦρθε τυλιγμένος μὲ βαριὰ γουναρικά. Ὁλημερὶς οὔρλιαζε πάνω ἀπ᾿ τὸν κῆπο καὶ φύσαγε μὲς στὶς καμινάδες.

«Μὰ τοῦτο εἶναι ἕνα θαυμάσιο μέρος», ἔλεγε- «πρέπει νὰ καλέσουμε καὶ τὸ χαλάζι».

Κι ἔτσι, τὸ χαλάζι, ντυμένο στὰ γκρίζα καὶ μ᾿ ἀνάσα ὅμοια μὲ πάγο, ἦρθε. Κάθε μέρα, γιὰ τρεῖς ὦρες, χοροπηδοῦσε πάνω στὴ στέγη τοῦ κάστρου, μέχρι ποὺ τὰ περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ὕστερα, γυρνοβόλαγε στὸν κῆπο, ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε.

«Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ ἡ ἄνοιξη ἄργησε νά ῾ρθει», συλλογιζόταν ὁ Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθὼς γερμένος στὸ παράθυρο, κοιτοῦσε τὸν παγωμένο, ὁλόλευκο κῆπο.

«Ἐλπίζω νὰ φτιάξει ὁ καιρός»...

Ὅμως ἡ ἄνοιξη δὲν ἦρθε ποτέ, μήτε τὸ καλοκαίρι.

Κι ἔτσι ἦταν πάντα χειμώνας ἐκεῖ κι ὁ Βόρειος Ἄνεμος καὶ τὸ χαλάζι καὶ τὸ χιόνι κι ἡ παγωνιὰ ἀσταμάτητα χόρευαν ἀνάμεσα στὰ δέντρα.

Κάποιο πρωινό, ὁ Γίγαντας ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του μ᾿ ἀνοιχτὰ μάτια, ὅταν ἄκουσε μία θεσπέσια μουσική.

Ἠχοῦσε τόσο γλυκὰ στ᾿ αὐτιά του ποὺ πίστεψε πὼς μᾶλλον θά ῾ταν οἱ μουσικοὶ τοῦ βασιλιᾶ ποὺ πέρναγαν -κι ὅμως, ἦταν μονάχα ἕνας μικρούλης σπίνος ποὺ τραγουδοῦσε ἔξω ἀπ᾿ τὸ παραθύρι του. Μὰ εἶχε κυλήσει τόσο πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ τὸ στερνὸ τιτίβισμα εἶχε ἀκουστεῖ στὸν κῆπο του, ποὺ θάρρεψε πὼς ἦταν ἡ ὀμορφότερη μουσικὴ στὸν κόσμο.

Κι ἄξαφνα, τὸ χαλάζι σταμάτησε τὸ χορό του πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τοῦ γίγαντα, ὁ Βόρειος Ἄνεμος ἔπαψε νὰ βρυχᾶται, καὶ μία μεθυστικὴ εὐωδιὰ τὸν τύλιξε, περνώντας ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ παραθυρόφυλλο.

«Θαρρῶ πῶς ἡ ἄνοιξη ἐπιτέλους ἔφτασε», εἶπε ὁ Γίγαντας καὶ πηδώντας ἀπὸ τὸ κρεβάτι κοίταξε ἔξω.


Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι........

0 ΠΑΤΟΥΣΕΣ:

Δημοσίευση σχολίου